🇬🇷 el en 🇬🇧

αγωγή noun

  /aɣoˈʝi/
  • (ιατρική) συστηματική μέθοδος, σύνολο από κανόνες, ενέργειες και δραστηριότητες (που ακολουθούν μια διάγνωση ή κάποια ιατρική πράξη) για τη θεραπεία ασθένειας, πάθησης, την αποκατάσταση ή τη διατήρηση της υγείας κάποιου
treatment
  • (φυσική) το φαινόμενο της μετάδοσης θερμότητας μέσα σε ένα σώμα όπως σε μία μεταλλική ράβδο
conduction
  • (συνεκδοχικά) εκπαίδευση
education
  • (νομικός όρος)
lawsuit
  • διαδικασία απόκτησης τρόπων συμπεριφοράς, μετάδοσης αξιών, ιδανικών κ.λπ., που έχει ως στόχο τη διαμόρφωση του χαρακτήρα
upbringing
Wiktionary Links