🇬🇧 en el 🇬🇷
treat noun
/tɹiːt/
,
[tɹiːt]
,
[t͡ʃɹiːt]
|
|
---|---|
|
δώρο, κέρασμα |
|
δώρο, χαρά |
treat verb
/tɹiːt/
,
[tɹiːt]
,
[t͡ʃɹiːt]
|
|
---|---|
|
αντιμετωπίζω, μεταχειρίζομαι, συμπεριφέρομαι, φέρομαι, χειρίζομαι |
|
διαπραγματεύομαι, εκλιπαρώ, ικετεύω, κερνάω, φιλεύω |
|
διαπραγματεύομαι, θεράπων ιατρός, υποβάλλω σε αγωγή, υποβάλλω σε θεραπεία |
|
επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι |
κάνω δώρο, χαρίζω | |
|
μιλώ, πραγματεύομαι |