🇬🇷 el en 🇬🇧

νοσηλεύω verb

treat
  • (ειδικότερα) παρέχω ιατρική φροντίδα σε νοσοκομείο (ή άλλο νοσηλευτήριο) και σε ασθενείς που διανυκτερεύουν μέσα σε αυτό
hospitalize
Wiktionary Links