🇬🇷 el en 🇬🇧

αντιμετωπίζω verb

  /an.di.me.toˈpi.zo/
  • είμαι αντιμέτωπος με κάποιον ή κάτι (που με αμφισβητεί, με κρίνει, με ανταγωνίζεται, με κριτικάρει κ.λπ.)
confront, face
  • βρίσκομαι σε μια δύσκολη κατάσταση και αγωνίζομαι να την ξεπεράσω
confront, deal with, face, handle, tackle, take on
  • συμπεριφέρομαι σε κάποιον ή σε κάτι σύμφωνα με ορισμένη ιδιότητά του
treat
Wiktionary Links