🇬🇧 en el 🇬🇷
type noun
/taɪp/
|
|
---|---|
|
τύπος |
|
τύπος, είδος |
|
χαρακτήρες |
type verb
/taɪp/
|
|
---|---|
|
δακτυλογραφώ, πληκτρολογώ |
|
δακτυλογραφώ |
|
ομαδοποιώ |
typing noun
/ˈtaɪpɪŋ/
|
|
---|---|
|
δακτυλογράφηση, πληκτρολόγηση |
- blood type
- ομάδα αίματος
- data type
- τύπος δεδομένων
- abstract data type
- αφηρημένος τύπος δεδομένων
- type system
- σύστημα τύπων
- primitive type
- αρχέγονος τύπος, αρχέγονος τύπος δεδομένων
- composite type
- σύνθετος τύπος δεδομένων
- file type
- τύπος αρχείου
- composite data type
- σύνθετος τύπος δεδομένων
- compound data type
- σύνθετος τύπος δεδομένων
Wiktionary Links
- English: type