🇬🇷 el en 🇬🇧

είδος noun

  /ˈi.ðos/
  • τα αντικείμενα που πωλούνται
kind, type, strain
  • (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα κατώτερη του γένους
species
Wiktionary Links