🇬🇧 en el 🇬🇷
volatile adjective
/ˈvɑ.lə.təl/
,
/ˈvɒl.əˌtaɪ.(ə)l/
,
[ˈvɑ.lə.tl̩]
,
[ˈvɑ.lə.ɾɫ̩]
|
|
---|---|
|
άστατος, επιπόλαιος, ευμετάβλητος |
|
εκρηκτικός |
|
ευμετάβλητος, ρευστός |
|
εφήμερος, προσωρινός |
|
μνήμη, πτητική |
|
πτητικός |
volatility noun
/ˌvɑ.ləˈtɪl.ə.ti/
,
/ˌvɒl.əˈtɪl.ə.ti/
,
/ˌvɔl.əˈtɪl.ə.ti/
,
[ˌvɑ.ləˈtɪl.ə.ɾi]
,
[ˌvɔl.əˈtɪl.ə.ɾi]
|
|
---|---|
|
μεταβλητότητα |
Wiktionary Links
- English: volatile