🇬🇷 el en 🇬🇧

γη noun

  /ˈʝi/
  • (αστρονομία) → δείτε Γη (ο πλανήτης)
Earth
  • η ξηρά, η στεριά
land
  • μεγάλο σώμα που είναι καλός αγωγός του ηλεκτρισμού (όπως π.χ. η Γη), ή κοινός αγωγός ή σημείο ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, του οποίου το ηλεκτρικό δυναμικό μπορεί να θεωρηθεί ίσο με μηδέν
ground

Γη properNoun

  /ˈʝi/
Earth
Wiktionary Links
  • ελληνικά: Γη