🇬🇷 el en 🇬🇧

έδρα noun

  /ˈe.ðɾa/
  • (μηχανολογία) το σημείο στήριξης μηχανικών μερών
Holy See, see
  • (γεωμετρία) κάθε μια από τις επίπεδες επιφάνειες ενός στερεού σώματος
face, facet, side
  • (οργανισμοί) η πόλη στην οποία στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού, μιας εταιρείας κλπ
headquarters, seat, home base
Wiktionary Links