🇬🇷 el en 🇬🇧

αίσθηση noun

  /ˈe.sθi.si/
  • γνώση και ευαισθησία σχετικά με κάτι, η ικανότητα αντίληψης και αξιολόγησης
sensation, sense
  • λειτουργία του οργανισμού με την οποία προσλαμβάνονται τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος (όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση)
sense
Wiktionary Links