🇬🇷 el en 🇬🇧

ανοιχτός adjective

  • που έχει ανοίξει
open
  • (για χρώμα) → δείτε το ουδέτερο ανοιχτό & ανοιχτο-
light, pale
  • σε λειτουργία
on
Wiktionary Links