🇬🇷 el en 🇬🇧

απώλεια noun

  • το να χάσει κάποιος κάτι, το χάσιμο
loss
  • ο θάνατος ενός συγγενούς ή γενικότερα ενός σημαντικού ανθρώπου, ο χαμός
bereavement, loss
  • (στον πληθυντικό) οι νεκροί σε μία πολεμική σύγκρουση
casualties
Wiktionary Links