🇬🇷 el en 🇬🇧

βλέμμα noun

  /ˈvle.ma/
  • ο τρόπος που κοιτάζω κάποιον ή κάτι και η εντύπωση που προκαλώ
look
  • η στροφή των ματιών σε κάποιον ή κάτι, η ματιά
glance, gaze
Wiktionary Links