🇬🇷 el en 🇬🇧

γλωσσίδι noun

  /ɣloˈsi.ði/
  • το μεταλλικό στέλεχος σε μια κλειδαριά που κλειδώνει ή ξεκλειδώνει καθώς αλλάζει θέση
reed
  • (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο έχει σχήμα γλώσσας
reed, tongue
Wiktionary Links