🇬🇷 el en 🇬🇧

διάφραγμα noun

  /ˈði̯a.fɾaɣ.ma/
  • (ανατομία) λεπτή μεμβράνη που χωρίζει το θώρακα από την κοιλιά ή διαχωρίζει άλλα όργανα
diaphragm
  • (φωτογραφία) το μέγεθος της οπής που ανοίγει μεταξύ φακού και αισθητήρα / φιλμ, για να περάσει το φως
aperture
Wiktionary Links