🇬🇷 el en 🇬🇧

εφάπαξ noun

  • (συνεκδοχικά) χρηματικό ποσό που παίρνει κάποιος από το ασφαλιστικό του ταμείο όταν βγαίνει στη σύνταξη
en masse, lump sum, once, one-off, one-time
Wiktionary Links