🇬🇷 el en 🇬🇧

ζεύξη noun

  /ˈzef.ksi/
  • η κατασκευή γέφυρας που ενώνει δύο αντίπερα όχθες
bridging
  • η ένωση μεταξύ δύο αντικειμένων ή ακόμα και ζώων, π.χ. για το όργωμα
harnessing, junction, yoking
  • (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) → δείτε συνώνυμο κανάλι
link
Wiktionary Links