🇬🇷 el en 🇬🇧

θώρακας noun

  /ˈθo.ɾa.kas/
  • (οπλισμός) αμυντικό όπλο που προφύλασσε τον κορμό των πολεμιστών παλιών εποχών
breastplate, cuirass
  • (ανατομία) μέρος του σώματος: το ανώτερο μέρος του κορμού σπονδυλωτών ζώων, μεταξύ του λαιμού και της κοιλιάς, που προστατεύεται από τα πλευρά· στη θωρακική κοιλότητα περικλείονται οι πνεύμονες και η καρδιά
chest, thorax
Wiktionary Links