🇬🇧 en el 🇬🇷
chest noun
/t͡ʃɛst/
,
/t͡ʃɪst/
|
|
---|---|
|
στήθος, θώρακας, στέρνο |
|
στήθος, θώρακας, στέρνο, κομός, σιφονιέρα, συρταριέρα |
|
στήθος, κιβώτιο, σεντούκι, θώρακας, στέρνο, κασέλα |