🇬🇷 el en 🇬🇧

ιδιότητα noun

  /i.ðiˈo.ti.ta/
  • χαρακτηριστικό, γνώρισμα μιας κατηγορίας προσώπων ή πραγμάτων ή ενός μεμονωμένου ατόμου και κατάστασης
feature, property, attribute
  • η κατάσταση του να ανήκει κάποιος σε ένα σύνολο ή να έχει κάποια θέση που να του δίνει υποχρεώσεις ή/και δικαιώματα
capacity
Wiktionary Links