🇬🇷 el en 🇬🇧

κάποτε adverb

  /ˈka.po.te/
  • κάποια στιγμή, κάποια χρονική περίοδο (στο παρελθόν ή στο μέλλον)
at some point, formerly, once, sometime
  • κάποιες φορές
sometimes
Wiktionary Links