🇬🇷 el en 🇬🇧

καθώς

  /kaˈθos/
  • (εισάγει χρονικές προτάσεις που δηλώνουν το ταυτόχρονο) κατά τη διάρκεια, ενώ, όταν
as, while
  • (εισάγει αιτιολογικές προτάσεις) επειδή
because, since
Wiktionary Links