🇬🇧 en el 🇬🇷
while noun
/waɪl/
,
/wæl/
,
/wɑl/
,
/ʍaɪl/
|
|
|---|---|
|
διάστημα, χρόνος |
while conjunction
/waɪl/
,
/wæl/
,
/wɑl/
,
/ʍaɪl/
|
|
|---|---|
|
καθώς, ενώ, ενόσω |
|
ενώ, αν και, καίτοι, μολονότι |
|
εφόσον |
- while away
- περνώ
- in a little while
- άρτι
- once in a while
- κάθε τόσο, κάπου-κάπου, κατά διαστήματα, μια (φορά) στο τόσο, πού και πού
- strike while the iron is hot
- στη βράση κολλάει το σίδερο
- make hay while the sun shines
- στη βράση κολλάει το σίδερο
- fiddle while Rome burns
- εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
- to make it worth it's while
- αξίζει τον κόπο
- the whole while
- ολοένα
- worth one's while
- αξίζει τον κόπο