🇬🇷 el en 🇬🇧

καταλύω verb

  /ka.taˈli.o/
  • διαλύω, καταστρέφω, παραλύω, καταργώ
abolish, break down
  • (χημεία) δρω σαν / ως καταλύτης
catalyse
  • (θρησκεία) σταματάω τη νηστεία τρώγοντας τροφές αρτυμένες
break one's fast
  • (λόγιο) διαμένω σε κατάλυμα, σε χώρο προσωρινής διαμονής
stay
Wiktionary Links