🇬🇷 el en 🇬🇧
κι |
|
---|---|
and |
- μια φορά κι έναν καιρό
- once upon a time
- έτσι κι έτσι
- so-so
- ο λύκος κι αν εγέρασε
- the wolf may lose his teeth but never his nature
- έτσι κι αλλιώς
- anyway
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας
- apples and oranges
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι
- there's more than one way to skin a cat
- κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα
- and lived happily ever after
- κι άλλος
- more
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του
- a leopard cannot change its spots
🇬🇧 en el 🇬🇷
Wiktionary Links
- ελληνικά: κι