🇬🇷 el en 🇬🇧

κουλούρα noun

  /kuˈlu.ɾa/
  • (τρόφιμο) το ψωμί με στρογγυλό σχήμα
bread roll
  • η ποσότητα (συγκεκριμένη ή αόριστη) εύκαμπτου υλικού τυλιγμένου σε κυκλικό σχήμα
coil
loop
Wiktionary Links