🇬🇷 el en 🇬🇧

μέθοδος noun

  /ˈme.θo.ðos/
  • (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) συνάρτηση που ορίζεται μέσα σε κλάση, η οποία εκτελείται εξωτερικά μέσω της επίκλησης της κλάσης (στατική μέθοδος) ή κάποιου αντικειμένου αυτής
member function, method
method
Wiktionary Links