🇬🇧 en el 🇬🇷
method noun
/ˈmɛtət/
,
/ˈmɛθəd/
|
|
|---|---|
|
μέθοδος |
Methodism noun |
|
|---|---|
|
μεθοδισμός |
methodical adjective
/mɪˈθɑdɪkəl/
,
[mɪˈθɑɾɪkəɫ]
|
|
|---|---|
|
μεθοδικός |
methodically adverb
/mɪˈθɑdɪkəli/
,
[mɪˈθɑɾɪkəli]
|
|
|---|---|
|
μεθοδικά |
- Socratic method
- μαιευτική
- scientific method
- επιστημονική μέθοδος
- abstract method
- αφηρημένη μέθοδος
- method overloading
- υπερφόρτωση μεθόδου
- class method
- στατική μέθοδος
- static method
- στατική μέθοδος
- accessor method
- μέθοδος προσπέλασης
- getter method
- μέθοδος προσπέλασης
- mutator method
- μέθοδος μεταλλαγής
Wiktionary Links
- English: method