🇬🇷 el en 🇬🇧

μέλος noun

  /ˈme.los/
  • (ανατομία) τμήμα του σώματος το οποίο εκτελεί συγκεκριμένη εργασία (πχ. πόδι, χέρι, κεφάλι, δάκτυλο)
member
Wiktionary Links