🇬🇷 el en 🇬🇧

μαέστρος noun

  /maˈe.stros/
  • (επάγγελμα) ο διευθυντής ορχήστρας, που διδάσκει τους μουσικούς της ορχήστρας στις πρόβες και τους διευθύνει την ώρα της εκτέλεσης
conductor
  • (κατ’ επέκταση) ο δεξιοτέχνης
master
Wiktionary Links