🇬🇷 el en 🇬🇧

μηχανή noun

  /mi.xaˈni/
  • (συνεκδοχικά) το πρώτο όχημα όπου βρίσκεται ο μηχανισμός και που έλκει μια αμαξοστοιχία "δηζελάμαξα" με κινητήρες πετρελαίου = ντίζελ ή "ηλεκτράμαξα" με ηλεκτροκινητήρες έλξης
machine
  • ο κινητήρας ενός οχήματος
engine
  • το πονηρό σχέδιο που καταστρώνεται με σκοπό την εξαπάτηση κάποιου
machination
  • συνώνυμο του μοτοσικλέτα συνώνυμο του μοτοσικλέτα
motorcycle
Wiktionary Links