🇬🇷 el en 🇬🇧

μπιχλιμπίδι noun

  • (μεταφορικά) (χαϊδευτικά ή ειρωνικά) κάθε μικροαντικείμενο
bagatelle, bauble, trifle, bibelot, bijou, curio
  • η γενική ονομασία για μικρού μεγέθους και μικρής αξίας αντικείμενο που χρησιμοποιείται σαν στολίδι
knickknack
Wiktionary Links