🇬🇷 el en 🇬🇧

πάροχος noun

  • που παρέχει υπηρεσίες, φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει προϊόν, υπηρεσία κ.ά.
provider

πάροχος adjective

  • (λόγιο) που παρέχει, παρέχων
providing
Wiktionary Links