🇬🇷 el en 🇬🇧

παπάρα noun

  • το ψωμί που βουτάμε σε υγρό ώστε να απορροφηθεί μια ποσότητα και κατόπιν να φαγωθεί π.χ. η παπάρα στο λάδι που μένει στη σαλάτα (π.χ. στη χωριάτικη) ή στο γάλα.
dunk, popara
Wiktionary Links