🇬🇷 el en 🇬🇧

παραπέμπω verb

  /pa.ɾaˈpem.bo/
  • (νομικός όρος) μεταβιβάζω την αρμοδιότητα για κάποια υπόθεση σε άλλον ή σε άλλη υπηρεσία
  • (μεταφορικά) παραπέμπω νοητικά, κάνω κάποιον να σκεφτεί κάτι σχετικό με εμένα
refer
  • (κατ’ επέκταση) (ως εισαγγελική αρχή) καθιστώ κάποιον υπόδικο μεταβιβάζοντας την υπόθεση του σε δικαστική αρχή
indict
Wiktionary Links