🇬🇷 el en 🇬🇧

περιεκτικότητα noun

  • η ποσότητα κάποιου πράγματος ή υλικού που περιέχεται σε κάποιο άλλο πράγμα ή υλικό
content
  • (για λόγο) το να είναι κάποιος περιεκτικός, η ιδιότητα του περιεκτικού
comprehensiveness
Wiktionary Links