🇬🇷 el en 🇬🇧

περικοπή noun

  /pe.ɾi.koˈpi/
  • είδη περικοπής: απλολογία, αποκοπή, άφεση, συγκοπή → χρειάζεται παράδειγμα
cut, clipping, excerpt
  • (γλωσσολογία) αφαίρεση τμήματος μιας μακράς λέξης ώστε να σχηματιστεί μια βραχύτερη λέξη με την ίδια σημασία → δείτε τη λέξη clipping
clipping
Wiktionary Links