περικοπή
noun
/pe.ɾi.koˈpi/
|
- είδη περικοπής: απλολογία, αποκοπή, άφεση, συγκοπή → χρειάζεται παράδειγμα
|
cut,
clipping,
excerpt
|
- (γλωσσολογία) αφαίρεση τμήματος μιας μακράς λέξης ώστε να σχηματιστεί μια βραχύτερη λέξη με την ίδια σημασία → δείτε τη λέξη clipping
|
clipping
|