🇬🇷 el en 🇬🇧

περιορισμός noun

  /pe.ɾi.o.ɾiˈzmos/
  • (βάσεις δεδομένων, σχεσιακές βάσεις δεδομένων, SQL) κανόνες, ιδιότητες, που υποστηρίζονται από το ΣΔΒΔ (DBMS) και δίδονται στη στήλη (column) ενός πίνακα (tables)
constraint
limitation, restriction, inhibition
Wiktionary Links