🇬🇷 el en 🇬🇧

πλήγμα noun

  • (κυριολεκτικά) ένα δυνατό και βίαιο χτύπημα
blow, hit
  • (μεταφορικά) το συμβάν ή γεγονός με δυσάρεστες ή επώδυνες επιπτώσεις (ψυχικές, ηθικές ή και υλικές)
buffet, shock
Wiktionary Links