🇬🇷 el en 🇬🇧
που |
|
|---|---|
| that, which, who | |
ΠΟΥ
/ˈpo.i/
|
|
|---|---|
| WHO | |
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται
- out of sight, out of mind
- δεν αφήνω πέτρα που να μην αναποδογυρίσω
- leave no stone unturned
- που λέει ο λόγος
- as the saying goes, as the word goes
- κούνια που σε κούναγε
- little by little
- ούτε που να το φανταζόμουν
- little would I know
- που λες
- well
- αυτό που
- what
- τώρα που
- now
- από τότε που
- since
Wiktionary Links
- ελληνικά: που