🇬🇷 el en 🇬🇧

στήλη noun

  /ˈsti.li/
  • (βάσεις δεδομένων) η στήλη ενός πίνακα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων. Τα δεδομένα της στήλης είναι του ιδίου τύπου και λαμβάνουν τιμές από συγκεκριμένο πεδίο ορισμού
column, attribute, plume
column
Wiktionary Links