τακτοποιώ
verb
|
- βάζω σε τάξη, ρυθμίζω καθημερινές μικροϋποθέσεις ή σοβαρές εκκρεμότητες
|
deal with
|
- εξασφαλίζω σε κάποιον εργασία ή τα εφόδια, τα μέσα για να ζήσει
|
fix up,
put up
|
- ησυχάζω μετά από κάποια περίοδο σχετικής αναστάτωσης ή αναζήτησης
|
settle in
|
|
tidy
|