🇬🇷 el en 🇬🇧

ταχυδρομείο noun

  /ta.çi.ðɾoˈmi.o/
  • η κρατική ή δημόσια υπηρεσία που παραλαμβάνει, μεταφέρει και παραδίδει επιστολές και δέματα
mail, post office
  • το κτίριο που στεγάζει αυτήν την υπηρεσία
post office
  • η αλληλογραφία ή τα δέματα που παραλαμβάνουμε ή αποστέλλουμε
mail
Wiktionary Links