🇬🇷 el en 🇬🇧

τιμή noun

  • η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
price, value
  • η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
honor
  • (προγραμματισμός) value: το περιεχόμενο μεταβλητής (variable) ή το αποτέλεσμα συνάρτησης (return value) που μπορεί να είναι ένας αρχέγονος τύπος (primitive) ή ένας σύνθετος (composite data type)
value
Wiktionary Links