🇬🇷 el en 🇬🇧

τομή noun

  /toˈmi/
cut, section
  • (πληροφορική: βάσεις δεδομένων, στη σχεσιακή άλγεβρα) ειδική περίπτωση της θεωρίας συνόλων, όπου τα σύνολα είναι οι σχέσεις, οι οποίες περιέχουν ως στοιχεία πλειάδες
intersection
Wiktionary Links