🇬🇷 el en 🇬🇧

υλικό noun

  /i.liˈko/
material
  • (πληροφορική) hardware: το ηλεκτρονικό μέρος του υπολογιστή ή γενικότερα ενός συστήματος, το οποίο και δεν τροποποιείται (μεταβάλλεται) κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του
hardware
Wiktionary Links