🇬🇷 el en 🇬🇧

φάση noun

  /ˈfa.si/
phase
  • φλερτάρισμα ή ερωτική επαφή χωρίς συναισθηματική συνέχεια
fling
  • περίοδος, στιγμή
place
Wiktionary Links