🇬🇷 el en 🇬🇧

φύσημα noun

  • έξοδος αέρα και βλέννας από τη μύτη με δυνατή εκπνοή
blow, nose blow, puff
  • εκπνοή αέρα απο το στόμα
  • (μεταφορικά) η αποπομπή, το διώξιμο, η απόλυση κάποιου
heart murmur
Wiktionary Links