🇬🇷 el en 🇬🇧

όσο adverb

  /ˈo.so/
  • για δήλωση ποσότητας ή έκτασης, ενίοτε σε ίδιο επίπεδο με μια άλλη
as, as long as
  • συχνά σε διηγήσεις με το να δηλώνει πράξη η οποία χρονικά ακολουθεί την πράξη της κύριας προσδιοριζόμενης πρότασης
by the time
  • ↪ Όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο.
however
  • για δήλωση αναφοράς
regarding
  • με επίρρημα συγκριτικού βαθμού
the
  • δηλώνει προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση
until
Wiktionary Links