🇬🇷 el en 🇬🇧
όταν
/ˈo.tan/
|
|
---|---|
|
when |
- όταν λείπει η γάτα χορεύουν τα ποντίκια
- when the cat's away the mice will play
- όταν ληφθούν όλα υπόψιν
- all in all
- όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι
- cold day in Hell
- όταν δεν πάει στον Μωάμεθ το βουνό, πάει στο βουνό ο Μωάμεθ
- if the mountain won't come to Muhammad
- όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο
- when push comes to shove
Wiktionary Links
- ελληνικά: όταν